στρατολογία

στρατολογία
η, ΝΜΑ [στρατολογῶ]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στρατολογώ, στράτευση, συγκέντρωση, έλεγχος και κατάταξη στρατευσίμων στον στρατό
νεοελλ.
1. (νομ.) η κλήση στρατεύσιμων πολιτών στις τάξεις τών ενόπλων δυνάμεων για την εκπλήρωση τών στρατιωτικών τους υποχρεώσεων και η κλήση εφέδρων για την εκπλήρωση τής εφεδρικής στρατιωτικής υποχρέωσής τους
2. μτφ. α) συγκέντρωση συνεργατών ή οπαδών
β) προσχώρηση σε οργάνωση ή σε κόμμα
3. στρ. α) το σύνολο τών μέτρων με τα οποία ρυθμίζεται η στρατιωτική υποχρέωση τών ανδρών και, σε μερικές χώρες και τών γυναικών, όταν φθάνουν σε ορισμένη ηλικία
β) υπηρεσία σχετική με τη στράτευση, ειδική στρατιωτική ή πολιτική υπηρεσία που κατατάσσει νεοσύλλεκτους σε διάφορες στρατιωτικές μονάδες
4. φρ. «στρατολογία εργατών» — η πρόσληψη εργατών με συμβόλαιο για την παροχή πολυετούς συνήθως υπηρεσίας που γίνεται σε υποανάπτυκτες χώρες για την εξασφάλιση εργατικών χεριών που απασχολούνται σε ορυχεία, φυτείες κ.ά. έργα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στρατολογίᾳ — στρατολογίᾱͅ , στρατολογία raising fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατολογία — η 1. κατάταξη στο στρατό, συγκέντρωση στρατευσίμων: Έγινε υποχρεωτική στρατολογία όλων των νέων. 2. ειδική υπηρεσία στο στρατό που ασχολείται με την κατάταξη των νεοσύλλεκτων. 3. συγκέντρωση οπαδών: Το κόμμα εργάζεται για τη στρατολογία νέων… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στρατολογίας — στρατολογίᾱς , στρατολογία raising fem acc pl στρατολογίᾱς , στρατολογία raising fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατολογίαν — στρατολογίᾱν , στρατολογία raising fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατολογίαις — στρατολογία raising fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατολογικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στρατολογία 2. φρ. α) «στρατολογικά συμβούλια» συμβούλια που ασχολούνται με προβλήματα σχετικά με τη στράτευση τών οπλιτών β) «στρατολογική υπηρεσία» η υπηρεσία που διεξάγει το στρατολογικό γραφείο, η… …   Dictionary of Greek

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • παιδομάζωμα — Στρατιωτικός θεσμός της Oθωμανικής αυτοκρατορίας ο οποίος απέβλεπε στην επάνδρωση του σώματος των Γενιτσάρων και των ανακτορικών υπηρεσιών. Η αρχή του ανάγεται στο πρώτο μισό του 15ου αι. Η συχνότητα της ιδιότυπης αυτής στρατολογίας κυμαινόταν… …   Dictionary of Greek

  • στρατός — Σύνολο στρατιωτικών δυνάμεων, οργανωμένο και διατηρούμενο από ένα κράτος για τη διεξαγωγή του χερσαίου πόλεμου. Στο μακρινό παρελθόν οι σ. ήταν συχνά προσωρινοί και διαλύονταν όταν τελείωνε ο πόλεμος, ενώ σήμερα είναι μόνιμοι, υπάρχουν δηλαδή και …   Dictionary of Greek

  • σωματεμπορία — Εμπορία του σώματος του ανθρώπου. Αγορά και πώληση ανθρώπων. Εκμετάλλευση γυναίκας ή και παιδιών. Με πρωτοβουλία της Γαλλίας έγινε τον Ιούλιο του 1902 διεθνής διάσκεψη στο Παρίσι, που σύνταξε το κείμενο σύμβασης για την καταδίωξη της σ. των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”